σηματογράφος

σηματογράφος
ο мор. сигнальная мачта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σηματογράφος" в других словарях:

  • σηματογράφος — ο, Ν ναυτ. κατακόρυφος ιστός σε πλοίο ή σε είσοδο λιμανιού, με βραχίονες οι οποίοι με την μετακίνησή τους δίνουν διάφορα σήματα και μεταδίδουν έτσι διάφορα μυνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • σηματογράφος — ο ιστός σε πλοίο που στην κορυφή του υπάρχουν δύο βραχίονες με χρωματιστές σημαίες, για να δίνονται διάφορα σήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»